Ἀναγνωστόπουλος Παναγιώτης (Ἀνδρίτσαινα περ.1790 - Ἀθήνα 1854)
Τὸ 1816 μυήθηκε ἀπὸ τὸν Σκουφᾶ στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία καὶ τὸ 1818 συγκαταλέγεται
στὰ σημαντικὰ στελέχη της. Τὸ 1819 ἀνέλαβε τὴ συγκέντρωση χρημάτων γιὰ τὸν ἀγώνα,
στὸ Ἰάσιο καὶ τὸ Βουκουρέστι. Ἐφοδιασμένος μὲ συστατικὴ ἐπιστολὴ τοῦ Πατριάρχη Γρηγόριου
τοῦ Ε´ προσπάθησε νὰ ἐξομαλύνει τὶς προσωπικὲς ἀντεγκλήσεις καὶ δυσχέρειες στὶς
Παραδουνάβιες ἡγεμονίες. Συνεργάστηκε μὲ τὸν Δημήτριο Ὑψηλάντη καὶ μαζὶ ἦρθαν στὴν
Ἑλλάδα μὲ πλαστὰ διαβατήρια. Πολέμησε στὴν Τριπολιτσά, τὸ Ναύπλιο, τὴν Ἀκροκόρινθο
καὶ τὴ Στερεὰ σὲ συνεργασία μὲ τὸν Ὑψηλάντη καὶ τὸν Νικηταρά. Στὴν Γ´ Ἐθνοσυνέλευση
ἀντιτάχθηκε στὸ ψήφισμα γιὰ ἀγγλικὴ προστασία. Ἀνέλαβε διοικητικὲς θέσεις στὴν περίοδο
τοῦ Καποδίστρια καὶ τοῦ Ὄθωνα. Πέθανε τὸ 1854 ἀπὸ τὴ χολέρα ποὺ εἶχε μεταδοθεῖ στὴν
Ἀθήνα ἀπὸ τὰ ἀγγλογαλλικὰ στρατεύματα.
Δεληγιάννης Ἀναγνώστης (Λαγκάδια 1771 - 1856)
Πολιτικός της Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης ἀπὸ τὰ Λαγκάδια τῆς Γορτυνίας, πρῶτος ἀπὸ
τοὺς ὀκτὼ γιοὺς τοῦ Ἰωάννη Δεληγιάννη, προκρίτου μὲ σημαντικὴ ἐπιρροὴ σὲ ὅλη τὴν
Πελοπόννησο. Ὑπῆρξε μέλος τῆς Γερουσίας ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν «Πράξη τῶν Καλτετζῶν»
καὶ ἀντέδρασε, μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους προκρίτους, στὸ σχέδιο τοῦ Δ. Ὑψηλάντη νὰ
θέσει τὴν Ἐπανάσταση ὑπὸ ἑνιαία στρατιωτικὴ καὶ πολιτικὴ ἡγεσία, γεγονὸς ποὺ προκάλεσε
τὴν ἀρχὴ τῶν ἐμφυλίων συγκρούσεων. Κατὰ τὴν Α´ Ἐθνοσυνέλευση διορίστηκε μέλος τοῦ
Ἐκτελεστικοῦ Σώματος καὶ ἀργότερα ἐνεπλάκη στὶς ἐμφύλιες διαμάχες. Μὲ τὴν ἐπικράτηση
τῆς κυβερνητικῆς παράταξης ὑπέστη διώξεις καὶ περιορίστηκε μὲ τοὺς ἀδελφούς του
στὸ Ἄργος καὶ τὸ Ναύπλιο. Ἐπανῆλθε στὴν πολιτικὴ ζωὴ μετὰ τὸ τέλος τοῦ ἐμφυλίου
καὶ ἐκλέχτηκε μέλος τῆς «Διοικητικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Ἑλλάδος» ἀπὸ τὴν Γ´ Ἐθνοσυνέλευση.
Τὴν περίοδο τοῦ Καποδίστρια ἐντάχθηκε στὸ ἀντικαποδιστριακὸ στρατόπεδο καὶ τελείωσε
τὴν πολιτική του ζωὴ ὡς μέλος τῆς Γερουσίας ποὺ ἱδρύθηκε μὲ τὴν ψήφιση τοῦ Συντάγματος
τοῦ 1844.
Δεληγιάννης Κανέλλος (Λαγκάδια Γορτυνίας 1780 - Ἀθήνα 1862)
Ἀγωνιστὴς τοῦ 1821, φιλικός, πολιτικὸς καὶ συγγραφέας «Ἀπομνημονευμάτων». Στὶς
23 Μαρτίου μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς του καὶ τοὺς Πλαπουταίους κήρυξε τὴν Ἐπανάσταση
στὴ Γορτυνία καὶ πῆρε μέρος στὶς πολιορκίες τῆς Καρύταινας, τῆς Τριπολιτσᾶς καὶ
τῆς Πάτρας. Ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὴν ἐνεργὸ πολεμικὴ δράση μετὰ τὴν ἥττα τῶν κυβερνητικῶν,
μὲ τοὺς ὁποίους συμπαρατάχθηκε καὶ ἐπανῆλθε ὅταν ὁ Ἰμπραὴμ ἀπείλησε τὴν Πελοπόννησο.
Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἐντάχθηκε στὸ «γαλλικὸ κόμμα» καὶ ἀναμίχθηκε στὴν πολιτικὴ
ζωή. Ἐκλέχθηκε πρῶτος πρόεδρος τῆς Ἑλληνικῆς Βουλῆς μετὰ τὴν ψήφιση τοῦ Συντάγματος
τοῦ 1844. Τὰ «Ἀπομνημονεύματά» του, παρόλο τὸ πάθος καὶ τὴν ὑπερβολὴ ποὺ τὰ διακρίνουν,
εἶναι χρήσιμη πηγὴ γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀγώνα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης.
Ζαΐμης Ἀνδρέας (Κερπινὴ Καλαβρύτων 1791 - Ἀθήνα 1840)
Πρόκριτος Καλαβρύτων, φιλικός, ὁπλαρχηγὸς καὶ πολιτικός. Γιὸς τοῦ Ἀσημάκη Ζαΐμη,
ἴσως ὁ σημαντικότερος ἐκπρόσωπος τῆς ἐπιφανοῦς οἰκογένειάς του. Μυήθηκε ἀπὸ τὸν
Ἀνδρέα Λόντο στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία τὸ 1819 καὶ συμμετεῖχε ἐνεργὰ στὴν προετοιμασία
τοῦ ἀγώνα. Μαζὶ μὲ τὸν Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸ ὕψωσε τὴ σημαία τῆς Ἐπανάστασης στὴν
Πάτρα καὶ πῆρε μέρος στὴν πολιορκία τοῦ κάστρου τῆς πόλης. Ἀνέπτυξε πολιτικὴ δράση
ὡς μέλος τοῦ «Ἀχαϊκοῦ Διευθυντηρίου» καὶ συμμετεῖχε μὲ δικό του στρατιωτικὸ σῶμα
στὴν ἀπόκρουση τοῦ Δράμαλη καὶ τὴ λύση τῆς πρώτης πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου (Δεκέμβριος
1822). Τὴν περίοδο τοῦ ἐμφυλίου, παρὰ τὴ διαλλακτική του στάση, ἀναγκάστηκε νὰ ἀποσυρθεῖ,
προσωρινά, μετὰ τὴν ἐπικράτηση τῶν κυβερνητικῶν. Ἐπανέρχεται στὸ προσκήνιο τῶν στρατιωτικῶν
ἐπιχειρήσεων ὅταν ὁ Ἰμπραὴμ ἀπειλεῖ τὴν Πελοπόννησο. Ὑπῆρξε μέλος τῆς Α´ Ἐθνοσυνέλευσης,
τοῦ «Ἐκτελεστικοῦ Σώματος», ἀλλὰ καὶ πρόεδρος τῆς «Διοικητικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Ἑλλάδος».
Στὰ χρόνια τοῦ Καποδίστρια συμμετεῖχε στὸ «Πανελλήνιο». Περάτωσε τὴν πολιτική του
σταδιοδρομία στὴν περίοδο τοῦ Ὄθωνα ὡς ἀντιπρόεδρος τοῦ «Συμβουλίου Ἐπικρατείας»
καὶ πρόεδρος τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου.
Κολοκοτρώνης Θεόδωρος (Ραμαβούνι Μεσσηνίας 1770 - Ἀθήνα 1843)
Ἡ σημαντικότερη ἡγετικὴ φυσιογνωμία τῆς Ἐπανάστασης. Τὸ ὄνομα τοῦ Κολοκοτρώνη
συνδέθηκε μὲ τὶς σημαντικότερες φάσεις τοῦ Ἀγώνα στὴν Πελοπόννησο. Ὁ πατέρας του
Κωνσταντῆς Κολοκοτρώνης πῆρε μέρος στὴν ἔνοπλη ἐξέγερση τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ποὺ ὑποκινήθηκε
ἀπὸ τὴν Αἰκατερίνη Β´ τῆς Ρωσίας τὸ 1770, καὶ σκοτώθηκε σὲ συγκρούσεις μαζὶ μὲ δυὸ
ἀδελφούς του. Τὰ γεγονότα αὐτὰ ὑπῆρξαν καθοριστικὰ γιὰ τὴ διαμόρφωση τοῦ χαρακτήρα
τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ἄρχισε τὴ δράση του τὸ 1805, ὅταν πῆρε μέρος στὶς ναυτικὲς
ἐπιχειρήσεις τοῦ ρωσικοῦ στόλου τὴν περίοδο τοῦ ρωσοτουρκικοῦ πολέμου. Ἀργότερα
ὑπηρέτησε στὸ ἑλληνικὸ στρατιωτικὸ σῶμα ποὺ ὀργάνωσαν οἱ Ἄγγλοι καὶ τιμήθηκε μὲ
τὸ βαθμὸ τοῦ ταγματάρχη γιὰ τὴ δράση του ἐναντίον τῶν Γάλλων. Τὸ 1818 μυήθηκε στὴ
Φιλικὴ Ἑταιρεία καὶ ἄρχισε μὲ πάθος νὰ προετοιμάζει τὸν Ἀγώνα στὴν Πελοπόννησο.
Μὲ τὴν ἔναρξη τῆς Ἐπανάστασης ἀναδείχτηκε ἡ στρατιωτικὴ ἰδιοφυία τοῦ Κολοκοτρώνη.
Ἡ παράδοση τῆς Καλαμάτας (23 Μαρτίου 1821), ἡ ἅλωση τῆς Τριπολιτσᾶς (23 Σεπτεμβρίου
1821), οἱ νίκες στὸ Βαλτέτσι, τὰ Βέρβενα καὶ τὰ Δολιανὰ ἑδραίωσαν τὸ κύρος του ὡς
στρατιωτικοῦ ἡγέτη, παράλληλα ὅμως προκάλεσαν καὶ τὶς πρῶτες ἀντιδράσεις μερίδας
τῶν τοπικῶν ἀρχόντων. Ἡ ἀντίδραση αὐτὴ κορυφώθηκε μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Δ. Ὑψηλάντη
ποὺ ἐπεδίωξε νὰ ὀργανώσει πολιτικὰ τὴν Ἐπανάσταση, καὶ πῆρε τὴ μορφὴ ἀνοικτῆς ρήξης
μεταξὺ στρατιωτικῶν καὶ προκρίτων. Ὁ Κολοκοτρώνης προσπάθησε νὰ συνδιαλλάξει τὶς
ἀντιμαχόμενες μερίδες καὶ νὰ ἀποτρέψει τὴν κατάρρευση τῆς νεαρῆς Ἐπανάστασης. Στὶς
26 Ἰουλίου 1822 ἡ ἱστορικὴ νίκη του στὰ Δερβενάκια ὁδήγησε στὸν ἀποδεκατισμὸ τῆς
στρατιᾶς τοῦ Δράμαλη, διέσωσε τὸν Ἀγώνα στὴν Πελοπόννησο καὶ ἐπικύρωσε, γιὰ μία
ἀκόμα φορά, τὶς ἐξαιρετικὲς στρατιωτικὲς ἱκανότητες τοῦ «Γέρου» τοῦ Μοριᾶ. Οἱ ἐπιτυχίες
αὐτὲς δὲν ἀπέτρεψαν τὴ συνεχιζόμενη καὶ κλιμακούμενη ἀντιπαράθεση μεταξὺ στρατιωτικῶν
καὶ κυβερνητικῶν, τῆς ὁποίας θύμα ὑπῆρξε καὶ ὁ Κολοκοτρώνης. Στὶς ἔνοπλες συγκρούσεις
ὁ γιός του Πάνος καὶ ὁ ἴδιος συνελήφθησαν καὶ κρατήθηκαν στὸ Ναύπλιο. Ὁ Κολοκοτρώνης
ἀμνηστεύθηκε ἀπὸ τὴν κυβέρνηση τὴν περίοδο ποὺ ὁ Ἰμπραὴμ ἀποβιβάστηκε στὴν Πελοπόννησο
καὶ μαζὶ μὲ τὸν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη προσπάθησε νὰ ἐμποδίσει τὴν ἀνακατάληψη τῆς
Πελοποννήσου ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ νὰ ἐμψυχώσει τὸ δοκιμαζόμενο πληθυσμό. Ὡς τὸ
τέλος τῆς Ἐπανάστασης ὁ Κολοκοτρώνης συνέχισε νὰ διαδραματίζει ἐνεργὸ ρόλο στὰ στρατιωτικὰ
καὶ πολιτικὰ πράγματα τῆς ἐποχῆς. Ὑποστήριξε θερμὰ τὸν Καποδίστρια καὶ δέχτηκε μὲ
ἐνθουσιασμὸ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ὄθωνα. Ἡ διαφωνία του μὲ τὰ μέτρα καὶ τὴν πολιτικὴ τῆς
Ἀντιβασιλείας κατέληξε στὴ δίωξη καὶ τὴν πολύκροτη δίκη του μὲ τὴν κατηγορία τῆς
ἐσχάτης προδοσίας. Καταδικάστηκε σὲ θάνατο μαζὶ μὲ τὸ Δημ. Πλαποῦτα παρὰ τὶς διαφωνίες
τῶν Τερτσέτη καὶ Πολυζωίδη. Μὲ τὴν ἐνηλικίωση τοῦ Ὄθωνα πῆρε χάρη, ὀνομάστηκε στρατηγὸς
καὶ ἔλαβε τὸ ἀξίωμα τοῦ συμβούλου τῆς Ἐπικρατείας. Στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς
του ὁ Κολοκοτρώνης ὑπαγόρευσε στὸν Γεώργιο Τερτσέτη τὰ «Ἀπομνημονεύματά» του ποὺ
κυκλοφόρησαν τὸ 1851 μὲ τὸν τίτλο «Διήγησις συμβάντων τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς ἀπὸ τὰ
1770 ἕως τὰ 1836». Τὰ «Ἀπομνημονεύματα» τοῦ Κολοκοτρώνη ἀποτέλεσαν καὶ ἀποτελοῦν
πολύτιμη πηγὴ γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση.
Παλαμήδης Ρήγας (Τρίπολη 1794 - Ἀθήνα 1872)
Πολιτικὸς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης καὶ τῶν πρώτων δεκαετιῶν τοῦ νεοσύστατου
ἑλληνικοῦ κράτους. Ὁ πατέρας του εἶχε χρηματίσει δραγουμάνος τοῦ Τούρκου διοικητῆ
τῆς Τρίπολης, ἀλλὰ ἀποκεφαλίστηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, λόγω τῆς συμμετοχῆς του σὲ
ὁμάδα μὲ ἀντιτουρκικὰ φρονήματα. Ἡ οἰκογένειά του ἐγκαταστάθηκε ἀργότερα στὴν Κωνσταντινούπολη,
ὅπου καὶ ὁ ἴδιος μορφώθηκε. Ἐπιστρέφοντας στὴν Ἀρκαδία, πῆρε μέρος σὲ πολλὲς ἐπαναστατικὲς
ἐπιχειρήσεις. Ὁ Ρήγας Παλαμήδης ἐκλέχτηκε πληρεξούσιος στὶς Ἐθνοσυνελεύσεις τῆς
Ἐπιδαύρου, Ἑρμιόνης, Τροιζήνας καὶ Ἄργους. Ὑπηρέτησε ὡς γερουσιαστής, νομάρχης,
σύμβουλος Ἐπικρατείας, ὑπουργός, πρόεδρος τῆς Βουλῆς κ.λπ. Πῆρε μέρος στὸ κίνημα
τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843 καὶ ἔγινε μέλος τῆς ἐπιτροπῆς ποὺ συνέταξε τὸ Σύνταγμα.
Ἐπιχειρώντας νὰ συγγράψει τὴν ἱστορία τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, συγκέντρωσε πολύτιμο
ὑλικὸ γιὰ γεγονότα καὶ πρόσωπα ποὺ ἔζησε ὁ ἴδιος. Τὸ ὑλικὸ αὐτὸ ὑπάρχει καὶ φυλάσσεται
στὰ Γενικὰ Ἀρχεῖα τοῦ Κράτους.
Πλαπούτας (ἢ Κολιόπουλος) Δημήτριος (Παλούμπα Γορτυνίας, 1786-1864)
Φιλικὸς καὶ ὁπλαρχηγὸς τοῦ 1821, στενὸς συνεργάτης τοῦ Θ. Κολοκοτρώνη. Μὲ τοὺς
διωγμοὺς τῶν Τούρκων, πῆγε στὴ Ζάκυνθο καὶ κατατάχθηκε στὸν ἀγγλικὸ στρατὸ ὡς ἑκατόνταρχος.
Ἐπιστρέφοντας στὸ Μοριά, ἔπαιξε ἀποφασιστικὸ ρόλο στὸν ξεσηκωμὸ τῆς Γορτυνίας. Μετὰ
τὴν ἀπελευθέρωση ὑποστήριξε τὸν Ἰ. Καποδίστρια καὶ πῆρε τὸ βαθμὸ τοῦ συνταγματάρχη.
Ἐκλέχτηκε πληρεξούσιος Γορτυνίας στὴν Δ´ Ἐθνοσυνέλευση τοῦ Ἄργους (1824). Τὸ 1832
ταξίδεψε στὸ Μόναχο μαζὶ μὲ τὸν Κ. Μπότσαρη καὶ Ἀ. Μιαούλη γιὰ νὰ ὑποβάλουν χαιρετισμὸ
στὸν πρίγκιπα Ὄθωνα, μέλλοντα βασιλιὰ τῆς Ἑλλάδας. Τὸ ἔτος 1833 τὸν κατηγόρησαν,
μαζὶ μὲ τὸ Θ. Κολοκοτρώνη ὡς ὕποπτο συνωμοσίας ἐναντίον τῆς ἀντιβασιλείας, πρὶν
ἀπὸ τὴν ἐνηλικίωση τοῦ Ὄθωνα. Οἱ δυὸ ἀγωνιστὲς κλείστηκαν στὶς φυλακὲς τοῦ Ναυπλίου,
δικάστηκαν καὶ καταδικάστηκαν σὲ θάνατο, μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἐσχάτης προδοσίας.
Μὲ τὴν ἐνηλικίωση τοῦ βασιλιά, τοὺς δόθηκε χάρη καὶ ἀποφυλακίστηκαν. Ἔγινε γερουσιαστὴς
καὶ ἀποσύρθηκε στὴ γενέτειρά του μὲ τὸ βαθμὸ τοῦ ἀντιστράτηγου. Πέθανε εἰρηνικὰ
στὸν οἰκογενειακὸ πύργο, ποὺ σώζεται ἀκόμη καὶ ἀποτελεῖ ἀξιοθέατο σημεῖο γιὰ τοὺς
ἐπισκέπτες.
Σέκερης Παναγιώτης (Τρίπολη 1783 - Ναύπλιο 1854)
Ἔμπορος, ἡγετικὸ στέλεχος τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας. Τὸ 1818 ἐντάχθηκε στὴ Φιλικὴ
Ἑταιρεία καὶ μὲ τὸν ἐνθουσιασμό του βοήθησε νὰ γίνει γνωστὴ στοὺς κύκλους τῶν μεγαλεμπόρων
τῆς Πόλης, οἱ ὁποῖοι καὶ τὴν στήριξαν οἰκονομικὰ καὶ διευκόλυναν τὴν ἐπέκτασή της.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Σκουφᾶ, ὅταν ἀποκαλύφθηκαν ὅλα τὰ σχετικὰ μὲ τὴν «Ἀνωτάτη Ἀρχή»,
ὁρκίστηκε ὅτι θὰ προσφέρει γιὰ τοὺς σκοποὺς τῆς Ἑταιρείας τὴν περιουσία καὶ τὴ ζωή
του. Μὲ τὶς δωρεές του συνέβαλε στὴν ἐξόρμηση στὴ Μακεδονία, Ἤπειρο, Πελοπόννησο
καὶ στὰ νησιὰ γιὰ τὴν προώθηση τῆς ἐπαναστατικῆς ἰδέας. Μὲ τὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης
διέφυγε στὴν Ὀδησσό, οἰκονομικὰ ἐξαντλημένος, ὅμως συνέχισε νὰ προσφέρει τὶς ὑπηρεσίες
του στὸ ἀγωνιζόμενο ἔθνος. Τὸ 1830 ἦρθε στὴν Ἑλλάδα καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ Ναύπλιο,
ὅπου πέθανε πάμφτωχος.
Φωτήλας Ἀσημάκης (Καλάβρυτα, 1761-1835)
Πρόκριτος τῶν Καλαβρύτων, φιλικὸς καὶ ἀπὸ τοὺς ἐξέχοντες Πελοποννήσιους ἀρχηγοὺς
τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης. Τὸ 1819 μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Ὑποστηρικτὴς τῆς
ἄμεσης κήρυξης τοῦ Ἀγώνα ἐπισήμανε στὶς συσκέψεις τῶν ἀρχιερέων καὶ προκρίτων τοὺς
κινδύνους ἀπὸ τὴν ὁποιαδήποτε ἀναβολή. Πῆρε μέρος στὴν πρώτη σοβαρὴ πολεμικὴ ἐπιχείρηση
τοῦ Ἀγώνα στὰ Καλάβρυτα τὰ ὁποῖα ὕστερα ἀπὸ πενθήμερη πολιορκία παραδόθηκαν. Ὁ Ἀσημάκης
Φωτήλας πῆρε ἐνεργὸ μέρος καὶ στὰ πολιτικὰ πράγματα τῆς Ἑλλάδας. Πληρεξούσιος στὴν
Α´ Ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου διετέλεσε ἀντιπρόεδρος τῆς Πελοποννησιακῆς Γερουσίας
καὶ μέλος τοῦ Ἐκτελεστικοῦ Σώματος. Στὴν περίοδο τῆς ἐμφύλιας διαμάχης ἐπέδειξε
μετριοπάθεια, ἀρνούμενος νὰ συμπράξει στὴ δίωξη ἀντικυβερνητικῶν καὶ προτιμώντας
νὰ παραιτηθεῖ. Τὸ 1825 ἔπαψε νὰ μετέχει στὰ πολιτικὰ πράγματα, συνέχισε ὅμως νὰ
ἐνισχύει ἠθικὰ καὶ ὑλικὰ τὸν Ἀγώνα καὶ νὰ ἐκλέγεται πληρεξούσιος στὶς Ἐθνοσυνελεύσεις.
Τα ανωτέρω είναι ελάχιστα από όσα αναφέρονται εδώ.
Και εδώ ένα στοιχείο για όσους λωποδύτες, επί σειρά ετών προσπαθούν να παραχαράξουν, αλλιώσουν, στρεβλώσουν την ιστορία της Πατρίδας ΜΑΣ.
"Στίς 16 Ιουνίου 1821 λοιπόν στο Παρίσι δημοσιεύθηκε ανταπόκριση από την Ελλάδα, η οποία είχε ως εξής:
"Στίς 16 Ιουνίου 1821 λοιπόν στο Παρίσι δημοσιεύθηκε ανταπόκριση από την Ελλάδα, η οποία είχε ως εξής:
"Εξωτερικόν-Πελοπόννησος "Διακήρυξις του Γερμανού Εξάρχου της πρώτης κατά την τάξιν Αχαΐας, Αρχιεπισκόπου Πατρών, πρός τον Κλήρον και τους πιστούς της Πελοποννήσου, η οποία εξεφωνήθη εντός της Μονής των Αδελφών της Λαύρας του όρους Βελιά την 8ην (20ήν) Μαρτίου 1821".
Λεπτομερέστερα, εδώ.
Είμαστε άξιοι απόγονοι αυτών ; Θα κάνουμε το 1/1000 από όσα έκαναν Αυτοί για να είμαστε σήμερα εμείς εδώ που είμαστε και για να μιλάμε Ελληνικά ;
Θα καμαρώνουν οι απόγονοί μας για εμάς μια μέρα ή θα ντρέπονται ; Ορθώσου Έλληνα και μη προσκυνάς όσους πυροβολούσαν οι πρόγονοί μας.